Τα τσάτνευ (Chutneys) κατάγονται από την Ινδία. Όπως και πολλές άλλες μέθοδοι έτσι και αυτά χρησιμοποιούνταν ως μέθοδοι συντήρησης τροφίμων. Χρονολογούνται περίπου στο 500 π.Χ. Δημοφιλείς έγιναν στην Αγγλία γύρω στο 1780 όπου και δίδονταν ως ορεκτικό.
Στις αρχές του 17° αιώνα στην Ινδία, παρασκευάζονταν μαρμελάδες, τουρσί και τσάτνευ. Λόγω της γλυκύτητας και της έλλειψης διαθέσιμης ζάχαρης οι μαρμελάδες αποδείχθηκαν μη δημοφιλείς. Έτσι λοιπόν τα τσάτνευ στάλθηκαν αρχικά στις ευρωπαϊκές χώρες ως είδος πολυτελείας. Κυρίως στην Αγγλία και στην Γαλλία. Ήταν ως επί το πλείστον μάνγκο chutneys και στάλθηκαν σε κεραμικά δοχεία. Μέχρι και τον 19° αιώνα πολλά τσάτνευ κατασκευάστηκαν στην Ινδία με τροποποιημένες συνταγές οι οποίες ήταν πιο ελκυστικές στους Βρετανούς όπως για παράδειγμα χωρίς έντονες γεύσεις, χωρίς έντονη αλμυρότητα, πολύ πιο γλυκές και χωρίς πιπεριά.
Στην Ινδία τα τσάτνευ παρασκευάζονται με φρέσκα υλικά και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι τα φρεσκομαγειρεμένα και διατίθενται για άμεση κατανάλωση. Η δεύτερη είναι μαγειρεμένα παρασκευάσματα που προορίζονται ώστε να κρατήσουν ένα χρόνο και ομαδοποιούνται ανάλογα με την γλυκύτητα, την αλμυρότητα, την οξύτητα και την πικάντικη γεύση τους. Βέβαια πολλές συνταγές συνδυάζουν πολλά στοιχεία από αυτές τις βασικές γεύσεις.
Εκτός από φρούτα ή λαχανικά προσθέτουμε επίσης ζάχαρη, ξύδι και μπαχαρικά.
Μερικά από τα πιο συνηθισμένα chutneys στην Ινδία είναι αυτά που παρασκευάζονται με μάνγκο, καρύδα, σουσάμι, φιστίκια ή αλεσμένα φύλλα βοτάνων όπως μέντα ή κόλιανδρο.
Τα τσάτνευ (Chutneys) σερβίρονται ως συνοδευτικά στα ινδικά γεύματα. Ιστορικά τρώγονταν από πλούσιους ή σε ειδικές περιπτώσεις όπως οι γάμοι.
Τα παραδοσιακά μαγειρεμένα chutneys που γίνονταν για οικιακή χρήση μαγειρεύονταν αργά στον καυτό ήλιο της Ινδίας για μια περίοδο αρκετών ημερών μέχρι να επιτύχουν τη σωστή γεύση. Αυτό διαρκούσε περίπου μία εβδομάδα.
Σύμφωνα με ινδικά βιβλία μαγειρικής τα τσάτνευ ταξινομούνται ανάλογα με την περιοχή. Καθώς υπάρχουν διάφορα μέρη της Ινδίας με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις άρα και διαφορετικά ‘’στυλ’’ τσάτνευ. Για παράδειγμα στη Δυτική Βεγγάλη χρησιμοποιούν μάνγκο, δαμάσκηνο, μήλο και βερίκοκο. Στο Uttar Pradesh χρησιμοποιούν γλυκόξινο μάνγκο, σκόρδο και φιστίκια.
Μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Μεγάλη Βρετανία το 1947, η τεχνολογία κονσερβοποίησης σε γυάλινα βάζα έχει πλέον καταστήσει τα εμπορικά chutney ευρέως διαθέσιμα σε όλη τη χώρα σε προσιτές τιμές.
Τα τσάτνευ πλέον συνοδεύουν υπέροχα ένα φιλέτο μόσχου ή ένα χοιρινό στη σχάρα ή ένα πλατό τυριών/αλλαντικών. Επίσης μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε ως dressing σε μία σαλάτα ή σαν spread σε κάποιο σάντουιτς.
Comments are closed.